Το 1969 η Αμερική ταλανιζόταν από την επιστράτευση των νέων για τον πόλεμο του Βιετνάμ, από αντιπολεμικές διαμαρτυρίες, φυλετικές εξεγέρσεις και δολοφονίες σημαντικών προσώπων όπως ο Martin Luther King και ο Robert Kennedy. Η χώρα ήταν διχασμένη. Το κλίμα έμοιαζε με το σημερινό, κυριαρχούσε η βία και το μίσος. Το Γούντστοκ ήταν ένα αντίδοτο στο θυμό της νεολαίας. Εκτός από ένα μουσικό φεστιβάλ, αποτελούσε μια πράξη διαμαρτυρίας και από την αρχή διαφημίστηκε ως “Τρεις μέρες ειρήνης και αγάπης”.
Το φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στις 15 με 18 Αυγούστου του 1969 και ήταν το μεγαλύτερο μέχρι τότε αλλά και πιο φημισμένο μουσικό φεστιβάλ, όπου έπαιξαν 32 καλλιτέχνες/συγκροτήματα μπροστά σε μισό εκατομμύριο άτομα. Οι διοργανωτές Michael Lang και Artie Kornfeld δεν μπόρεσαν να πάρουν άδεια για να το πραγματοποιήσουν τόσο στην κωμόπολη Woodstock όσο και στο Wallkill της Νέας Υόρκης.
Καθώς ο καιρός λιγόστευε, ένας μεσίτης τους έφερε σε επαφή με τον αγρότη Max Yasgur, που διέθετε ένα χωράφι 600 στρεμμάτων στην μικρή πόλη Bethel, όπου τελικά τους επετράπη να διοργανώσουν το φεστιβάλ. Παρ’όλα αυτά το όνομα Woodstock διατηρήθηκε γιατί η πόλη ήταν γνωστή ως καταφύγιο καλλιτεχνών. Η άδεια που εξασφάλισαν όμως προέβλεπε την κατασκευή είτε μιας μεγάλης υπερυψωμένης σκηνής, είτε ενός φράκτη ώστε να μπορούν να εισέλθουν μόνο οι έχοντες εισιτήριο. Τελικά επέλεξαν τη σκηνή, κι έτσι το φεστιβάλ έγινε δωρεάν, πράγμα που άλλαξε εντελώς τα δεδομένα όσον αφορά στο πλήθος του κόσμου.
Οι πρώτοι που συμφώνησαν να εμφανιστούν ήταν οι Creedence ClearwaterRevival, και ακολούθησαν μεγάλα ονόματα όπως The Who, Grateful Dead, JeffersonAirplane, Janis Joplin, Sly And The Family Stone, Jimi Hendrix και πολλοί άλλοι. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που για τον ένα ή τον άλλο λόγο αρνήθηκαν την πρόσκληση, όπως οι John Lennon, Led Zeppelin, The Doors, Bob Dylan και JoniMitchell έχουν δηλώσει πολλές φορές πως μετάνιωσαν για αυτήν την απόφαση.
Οι διοργανωτές αρχικά περίμεναν πάνω-κάτω 50.000 κόσμο, αλλά τελικά μέχρι την Παρασκευή 15/8 ήρθαν περίπου 10 φορές περισσότεροι. Αυτό οδήγησε σε διάφορα προβλήματα, καθώς υπήρχε μεγάλη έλλειψη σε τουαλέτες, φαγητό, κέντρα πρώτων βοηθειών και γενικά πρόβλημα υγιεινής και καθαριότητας.
Επιπρόσθετα, όλο το Σαββατοκύριακο έβρεχε με αποτέλεσμα το χωράφι και οι δρόμοι προς αυτό να γεμίσουν λάσπες. Εξαιτίας όλων αυτών έχασαν τη ζωή τους δύο άνθρωποι, ο ένας από υπερβολική δόση ινσουλίνης και ο άλλος σε ατύχημα με ένα τρακτέρ, 4 γυναίκες απέβαλαν, αλλά υπήρξαν και δύο γεννήσεις. Εντούτοις η συμπεριφορά του κοινού ήταν καθόλα ειρηνική και μετά το φεστιβάλ ο Yasgurσχολίασε: “Αν ενωθούμε με αυτούς (το κοινό) θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε τα σημερινά προβλήματα της Αμερικής σε ελπίδα για ένα φωτεινό και ειρηνικό μέλλον.”
Η πρώτη μέρα ξεκίνησε με τον κιθαρίστα/τραγουδιστή της folk, τον RichieHavens. Στο τέλος της εμφάνισής του, οι διοργανωτές του είπαν να παίξει κι άλλο, γιατί οι επόμενοι καλλιτέχνες είχαν καθυστερήσει. Αυτός αυτοσχεδίασε ένα τραγούδι βασισμένο στο παλιό spiritual “Motherless Child”, που εξελίχθηκε στο “Freedom” και αποτέλεσε μια από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές του φεστιβάλ, καθώς το κοινό ταυτιζόταν με το μήνυμα της ελευθερίας.
Στη συνέχεια έπαιξαν κι άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Arlo Guthrie και η Joan Baez. Τη δεύτερη μέρα έπαιξαν οι Country Joe And The Fish, Grateful Dead, Creedence Clearwater Revival, Sly And The Family Stone, Jefferson Airplane, The Who, Janis Joplin και πολλοί άλλοι.
Την παράσταση έκλεψαν οι πρωτοεμφανιζόμενοι Santana, με ένα πολύ δυναμικό σετ που εκτόξευσε την καριέρα τους. Την Κυριακή 17/9, που ήταν και η τελευταία μέρα του φεστιβάλ μια καταιγίδα διέκοψε τη ροή του προγράμματος για 3 ώρες. Έπαιξαν μεταξύ άλλων οι The Band, Blood, Sweat & Tears, Sha Na Na, Crosby, Stills, Nash & Young και Joe Cocker, η διασκευή του οποίου στο “With A Little Help From MyFriends” των Beatles έμεινε στην ιστορία.
Λόγω της προαναφερθείσας καθυστέρησης, ο τελευταίος καλλιτέχνης του φεστιβάλ, ο Jimi Hendrix, ανέβηκε στη σκηνή αργά το πρωί της Δευτέρας, και ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει. Όμως η ηλεκτρική κιθαριστική εκτέλεση του αμερικανικού εθνικού ύμνου θεωρείται μια από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές της δεκαετίας του 1960.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ήταν αρνητικά προσκείμενα στο φεστιβάλ, όπως και σε όλη την κουλτούρα των χίπηδων. Σιγά-σιγά όμως τα ρεπορτάζ που δημοσιεύονταν από δημοσιογράφους που ήταν εκεί άρχισαν να σχηματίζουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα, που τελικά επικράτησε στη γνώμη του κόσμου.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν μία βραβευμένη με όσκαρ ταινία και δύο δίσκοι με τη μουσική του φεστιβάλ. Όπως γράφει ο Pete Fornatale στο βιβλίο του “Back ToThe Garden: The Story Of Woodstock”:
“Ήταν αναμφίβολα το το απόγειο της μουσικής, πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης των νέων του ‘60. Χωρίς να είναι αυτός ο αρχικός σκοπός του, το Woodstock έγινε σύμβολο όλων των αλλαγών που ήρθαν στην επιφάνεια το πρώτο μισό και γιγαντώθηκαν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 στην Αμερική.”
Αυτό που συνέβη στο πλήθος ήταν ένα θαύμα ενότητας, η πραγματοποίηση του συνθήματος “Ειρήνη και Αγάπη” και της υπόσχεσης που είχε δώσει η κουλτούρα των χίπις στον κόσμο. Εκείνες τις τρεις μέρες, σε μια εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο, οι νέοι έδειξαν τον καλύτερό τους εαυτό και δημιούργησαν την κοινωνία που οραματίζονταν, έστω και για μια στιγμή. Όταν οι φοιτητές μαζεύτηκαν στην πλατεία Τιάνενμαν το 1989 έλεγαν “Αυτό είναι το δικό μας Γουντστοκ.” Δεν εννοούσαν τη μουσική αλλά την συντροφικότητα και την αντίσταση.
Μουσικά, το Γούντστοκ προέβαλλε ένα είδος που είχε τις ρίζες του στην αμερικανική folk, στα blues και τα gospel και κατάφερνε να ενώσει όλες τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες της γενιάς του 60, την εργατική τάξη, τους μαθητές, ακόμα και τους στρατιώτες. Απέδειξε πως η ροκ μουσική είχε ξεφύγει από το περιθώριο και ήταν έτοιμη να καταλάβει το προσκήνιο.
To Woodstock έμεινε στην ιστορία ως το φεστιβάλ που καθόρισε μια ολόκληρη γενιά. Ο πολιτιστικός μα και πολιτικός του αντίκτυπος ήταν τεράστιος, και ο μύθος που το περιβάλλει μεγαλώνει ακόμα.
Comments